δοθείσας

δοθείσας
δοθείσᾱς , δίδωμι
Aër.
aor part pass fem acc pl
δοθείσᾱς , δίδωμι
Aër.
aor part pass fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξελιγμένος — και εξειλιγμένος, η, ο (AM έξειλιγμένος) ξεδιπλωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά 2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί… …   Dictionary of Greek

  • даныи — (262) прич. страд. прош. 1. Врученный, переданный из рук в руки: призва бо˫аринъ ѡтрока. слѹжащаго емѹ. и гл҃а емѹ принеси ми злато даноѥ тебѣ мною вечеръ. хощю ѹбо доѣхати до то||ргѹ. СбТр к. XIV, 195 об.–196. 2. Переданный, отданный (во… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Μπουργκέν, Ζαν — (Jean Bourgain, Οστάνδη 1954 ). Βελγίδα μαθηματικός. Κάτοχος διδακτορικού τίτλου από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών το 1977, έλαβε θέση καθηγητή στο ίδιο Πανεπιστήμιο το 1981. Το 1985 τιμήθηκε με την μεγαλύτερη επιστημονική διάκριση στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”